ΤΟ
ΚΟΧΥΛΙ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ
Μια
μικρή ιστορία…
Είναι αργά το
απόγευμα κι ο ήλιος βιάζεται κατακόκκινος να κρυφτεί σαν να θέλει να εμφανιστεί
ξανά πιο δυνατός την επόμενη μέρα. Και πριν κρυφτεί προσφέρει το πορφυρό του
χρώμα στα νερά της θάλασσας και οι αποχρώσεις του κόκκινου παιχνιδίζουν πάνω
στ’ απαλά κυματάκια της. Η αμμουδιά απαλή και χρυσή μου χαϊδεύει τα πόδια κι
εγώ παρατηρώντας το τοπίο αναλογίζομαι πως κάπως έτσι πρέπει να είναι ο
παράδεισος. Προσπαθώ ν ‘ απολαύσω το τοπίο, να χαθώ μες στα χρώματα, τα μάτια
μου να περιπλανηθούν στα δέντρα, στην αμμουδιά, στα κοχύλια, στο τέλος του
ουρανού που βυθίζεται στα πέρατα της θάλασσας. Έτσι πρέπει να είναι ο
παράδεισος, μα πάντα κάποιος μου λείπει: Εσύ. Και συνεχίζω το βάδισμά μου στ’ όμορφο
μέρος μήπως και σε ξεχάσω για λίγο και καταφέρω να νιώσω την πολυπόθητη ευτυχία
που τόσο έχω ανάγκη. Δεν μπορώ όμως να λησμονήσω ούτε τα μεγάλα, έντονα μάτια
σου, μήτε το εξαίσιο, φωτεινό χαμόγελό σου. Γιατί εσύ είσαι μακριά μου και η
απόσταση προκαλεί δυνατούς χτύπους στην καρδιά μου, τόσο δυνατούς που νομίζω
πως ήρθε το τέλος μου, αφού φτάνω στα όρια του πόνου και της απόγνωσης.
Και συνεχίζω… Η
μορφή σου υπάρχει εδώ, απέναντί μου, παντού. Βλέπω τα χείλη σου να σχηματίζονται
στις φυλλωσιές των δέντρων, τα μάτια σου να καθρεφτίζονται στη θάλασσα κι ας
μην είναι γαλάζια, το χαμόγελό σου στο τελευταίο φως του ήλιου και τα βήματά
σου χαραγμένα πάνω στην αμμουδιά. Εκεί πιο πολύ φαντάζομαι πως το φεγγάρι θα
ρίχνει τη λάμψεις του. Εκεί όπου υπάρχεις νοερά: Στα δέντρα, στη θάλασσα, στην
άμμο. Κι ύστερα το χαμόγελό σου θα το αντικρίσω στο φεγγάρι και τ’ αστέρια θα
κομματιαστούν στην απουσία σου, θα γίνουν αστερόσκονη να φωτίσουν τα χνάρια σου.
Πάνω εκεί θα ξαπλώσω και η φαντασία θα με συνεπάρει πως τάχα ήρθες και
πλάγιασες δίπλα μου. Πως ήρθες πάλι και μ’ αγγίζει το βλέμμα σου, χαϊδεύει το κορμί μου απ’ άκρη
σ’ άκρη και μου μιλά για μακρινούς
ορίζοντες του έρωτα που γίνονται ένα με τις πορφυρές θάλασσες του πάθους. Πως
μ’ αγκαλιάζουν τα μάτια σου, μ’ αρπάζουν τα χέρια σου σαν ανεμοστρόβιλος του
έρωτα που ξεσηκώνει θύελλες ηδονής. Και δεν μιλάμε, αφουγκραζόμαστε μόνο τον
φλοίσβο να συνοδεύει τις απαλές ανάσες μας στην ονειρική γαλήνη της αγάπης…
Σε λίγο θα έρθει η
νύχτα, θα πλημμυρίσει ο ορίζοντας μ’ αστέρια σ’ ένα ουρανό ανέφελο. Κάθε αστέρι
και μια ελπίδα πως θα γυρίσεις, κάθε αστέρι και μια ανάμνηση της ματιάς σου. Σε
λίγο θα έρθει το φεγγάρι, τα τριζόνια θα απλώσουν παντού την μονότονη μελωδία
τους… Πρέπει να σηκωθώ, να συνεχίσω το βήμα μου… Ξεκινώ να περπατώ στην
ακρογιαλιά και ξάφνου βρίσκω ένα κοχύλι διαφορετικό από τ’ άλλα. Μου προκαλεί
την περιέργεια να το φέρω στο αυτί μου. Μέσα του αρχίζω ν’ ακούω τ’ όνομά σου,
την φωνή σου να μου διηγείται ιστορίες του πριν, του μετά, του ποτέ, του πάντα,
ιστορίες τόσο διαφορετικές, ιστορίες ερωτικές. Εξακολουθώ ν’ αφουγκράζομαι την
φωνή σου, μα η ανάγκη να σε δω είναι πιο μεγάλη. Θέλω διακαώς να σου πω κι εγώ
μια ιστορία μικρή, πολύ μικρή: ΄΄Σ’ αγαπώ΄΄. Βάζω το κοχύλι στα χείλη μου και
σου απαντώ φωνάζοντας μέσα του ΄΄σ’ αγαπώ΄΄, πολλά ΄΄σ’ αγαπώ΄΄, πολλές φορές…Έπειτα τ’ αφήνω στην
αμμουδιά και το κυματάκι το κινεί απαλά.. Προσπαθεί να το πάρει η θάλασσα αλλά εκείνο
αντιστέκεται σαν να μην θέλει να μ’ αφήσει μόνη. Ένα κοχύλι έχω μόνο κι όχι
εσένα άλλωστε. Εκεί φωνάζω τα ΄΄σ’ αγαπώ΄΄ μου…
Το κοχύλι ακόμη
βρίσκεται στην αμμουδιά, αρνείται να μ’ εγκαταλείψει. Αλλά εγώ περιμένω να
φύγει από κοντά μου, να έρθει να σε βρει όπου κι αν είσαι. Τότε εγώ θα χάσω τον
ήχο της φωνής σου κι εσύ θα έχεις ίσως όλα τα ΄΄σ’ αγαπώ ΄΄ μου. Γιατί τον
έρωτά μου τον είδες, μα δεν τον άκουσες… Αν βρεις αυτό το κοχύλι, μην το ρίξεις
ξανά στη θάλασσα, μη. Κράτησέ το για να έχεις πάντοτε μαζί σου την αγάπη μου,
να την ακούς έχοντας στα μάτια σου την απεραντοσύνη της θάλασσας. Έτσι κι αλλιώς κι ο έρωτας μια απεραντοσύνη
κρύβει. Φαντάσου τα ΄΄σ’ αγαπώ΄΄ του κοχυλιού- καθώς εκείνο ταξιδεύει- να τ’
ακούσει ο ωκεανός κι ένα απ’ αυτά να το κρατήσει στο βυθό του. Ευθύς η θάλασσα
θα ηρεμήσει. Από ένα και μόνο ΄΄σ’ αγαπώ΄΄ θα γαληνέψει και θα ηχήσει η φωνή
μου στο αφρισμένο ξέσπασμα του
τελευταίου κύματος. Ένα δυνατό ‘’σ’ αγαπώ’’ θα είναι, δεν θα μοιάζει με κανένα
άλλο και θα έχει το χρώμα των ματιών σου… Γι’ αυτό, αν έρθει στα χέρια σου αυτό το
κοχύλι σαν γράμμα, βάλε το στ’ αυτί σου, άκουσε τη φωνή μου…
Νύχτωσε πια και το
κοχύλι φωτίζεται τώρα απ’ τα αστέρια…Ή μήπως λαμπιρίζει από τα λόγια που του
είπα;…Κι όσο σε σκέφτομαι το κοχύλι βρίσκεται ακόμη εδώ, σαν να μην θέλει να μ’
αφήσει μόνη μες στη νύχτα, σαν να είναι γραφτό
να μην ακούσεις ποτέ τ’ ατελείωτα, παθιασμένα ΄΄σ’ αγαπώ΄΄ μου, σαν να
θέλει να μείνει μια ιστορία της φαντασίας μου… Και περιμένω ανυπόμονα να το
πάρει η θάλασσα, να φτάσει σε σένα, να μάθεις από ένα ‘’σ’ αγαπώ’’ όλες μου τι
σκέψεις, όλα τα όνειρα που δημιουργώ με τον λύχνο της αγάπης όταν τα σκοτάδια
κυκλώνουν την ψυχή μου. Άλλες φορές θα ήθελα τόσο να κρύψω τα όνειρά μου για να
έρθεις να τα δεις στα μάτια μου, να διαβάσεις εκεί τον έρωτά μου. Να τα κρύψω
στον βυθό της θάλασσας, μα θα τα μάθουν και θα τα τραγουδούν οι γοργόνες τις
νύχτες που θα ανεβαίνουν σε κάποιο βράχο κι από εκεί όλος ο κόσμος θα τ’
ακούσει. Θα ήθελα να τα κρύψω στην ακρογιαλιά, μα τις νύχτες του χειμώνα, όταν
ο άνεμος θα κινεί την άμμο και θα σφυρίζει στην παγωμένη ατμόσφαιρα θα
τριγυρνάνε και θα μαρτυρούν όλους τους μυστικούς πόθους μου, αυτούς που κρατώ
μέσα μου μόνο για σένα…
Και τότε το κοχύλι
γλιστρά στα νερά και χάνεται. Μια ιστορία θα ταξιδέψει απόψε, μια ιστορία που
σου ανήκει, η καρδιά μου. Ένα γράμμα θα είναι αυτό το κοχύλι, γράμμα του έρωτα
γραμμένο απ’ τα δάκρυά μου… Δεν ξέρω αν θα φτάσει κοντά σου σε στιγμές χαράς ή
σε στιγμές θλίψης. Δεν ξέρω αν τελικά θα φτάσει κοντά σου ή θα χαθεί μακριά,
πέρα από τη θάλασσα, σε ακρογιαλές άγνωστες. Να σου πει πως αναμένω την
επιστροφή σου σ’ εκείνη την αμμουδιά, να σου πει πως ονειρεύομαι τα μάτια σου
και το χαμόγελό σου, τα λόγια σου και την αγκαλιά σου, πως μου λείπεις και σε
νοσταλγώ τόσο, με μια νοσταλγία οδυνηρή, σαν μια πληγή που αιμορραγεί μέρα με
τη μέρα, μέχρι που δεν έχει μείνει πια άλλο αίμα στις φλέβες μου, παρά μόνο εσύ
να κυκλοφορείς μέσα σ’ αυτές σαν αίμα… Ν’ ακούσεις την καρδιά μου που έχει το
χρώμα του έρωτα, το χρώμα του πάθους που δεν έχει τέλος, κόκκινη σαν τη φωτιά.
Να πάρεις το κοχύλι στα χέρια σου τρυφερά για να σου τραγουδήσει στ’ αυτί πως
σε περιμένω με μια λαχτάρα απέραντη, σαν γλυκός ίλιγγος που οδηγεί σε κόσμους
μαγικούς, σαν παραμύθι γεμάτο από τ’ αρώματα της ζωής, σαν μια ιστορία
μυστηριώδη που θες ν’ ανακαλύπτεις τα μυστικά της ξανά και ξανά. Με μια
ανυπομονησία που φυλακίζει στο πιο σκοτεινό κελί της λύπης και της ατέλειωτης
επιθυμίας να δω τη λατρεμένη φιγούρα σου να έρχεται προς το μέρος μου. Ν’
αντικρύσω τους δυο καστανούς ήλιους των ματιών σου που φωτίζουν τη νύχτα μ’ ένα
φως που κυριαρχεί σε κάθε σκέψη μου, σε κάθε καρδιοχτύπι μου, σε κάθε νότα όταν
τραγουδώ για σένα. Κι όταν θα γυρίσεις, θα μου φέρεις το κοχύλι και θα σου
μιλήσω για τις ερωτικές φαντασίες μου καθώς θα ταξιδεύω στα ολόγλυκα μάτια σου.
Θα μπορούσα να σου μιλώ για ώρες, μέρες, χρόνια, ίσως μια ολόκληρη ζωή, είναι
τόσο διαφορετικά τα συναισθήματα που ρέουν στις φλέβες μου, είναι τόσο ξεχωριστή
η κάθε αίσθηση που τρέμει μέσα μου, που νομίζω ότι δεν θα φτάσουν ούτε εκατό
χρόνια για να σου τα διηγηθώ όλα… Και ύστερα θα με κοιτάξεις βαθιά στα μάτια,
θα βάλεις το κοχύλι στα χέρια μου κι όλα μαζί θα γίνουν ένα όνειρο, ένα φως,
μια λάμψη μυστική κι όμως τόσο έκδηλη στα μάτια μας, όλα θα είναι μια λέξη
μεταξύ μας: Σ’ αγαπώ. Συναισθήματα μοναδικά θα μας πλημμυρίσουν σαν να ζούμε το
σήμερα για τελευταία φορά ή σαν η ύπαρξη μας να περιβάλλεται από πολλές ζωές.
Συναισθήματα που γεννούν την αξέχαστη κι αξεπέραστη στους αιώνες τρέλα του
έρωτα. Θα γευτούμε κόσμους καινούργιους, μαγικούς, χωρίς να μπορούν το
παρελθόν και το μέλλον να εισχωρήσουν στην
τελειότητα του δυνατού παρόντος. Κι όλα θα γίνουν μια ιστορία μεγάλη ή
ίσως μια ιστορία μικρή, τόσο μικρή για να μείνει μες την καρδιά μας, τόσο μικρή
για να μπορεί να χωρέσει σ’ ένα κοχύλι, το κοχύλι του έρωτα…
Ευγενία Τζένη
Τσιούγκου
20-1-2018
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου